- κουριζομένη
- κουρίζωto be a youthpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουρίζω — (I) κουρίζω (Α) [κούρος (Ι)] 1. είμαι νέος, νεάζω 2. φωνάζω σαν βρέφος 3. γίνομαι ενήλικος, ανδρώνομαι («ἀλλ ὅτε κουρίζουσιν ἑὸν σθένος», Οππ.) 4. ανατρέφω κάποιον από την παιδική ηλικία μέχρι να μεγαλώσει 5. μέσ. (κατά τον Ησύχ.) κουρίζομαι… … Dictionary of Greek